- προσκυνώ
- -άω / προσκυνῶ, -έω, ΝΜΑ1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ ἄνθρωπος προσκύνησε Κυρίῳ», ΠΔγ. «πρόσκυσον... τοὺς θεούς», Αριστοφ.)2. (σχετικά με ιερούς τόπους) κάνω προσκύνημα (α. «εισέ παλάτια βασιλιώ τα μάτια όντε στραφούσι, / πρέπει να τα δοξάζουσι και να τα προσκυνούσι», Ερωτόκρ.β. «πατρῷα προσκύσασθ' ἕδη», Σοφ.)3. χαιρετίζω υψηλό και, γενικότερα, σεβαστό πρόσωπο με υπόκλιση, υποκλίνομαι με σεβασμό για να χαιρετίσω κάποιον («τιμᾱν βασιλέα καὶ προσκυνεῑν», Πλούτ.)4. (γενικά) χαιρετώ κάποιον με σεβασμό («ἐσέβηκα στὸ σπίτι της καὶ προσεκύνησά την», Πρόδρ.)5. φιλώ ευλαβικά (α. «πήγε να προσκυνήσει τη θαυματουργή εικόνα» β. «σοῡ προσκυνήσω τὴν χεῑρα», πάπ.)νεοελλ.(η μτχ. μέσ. παρακμ.) προσκυνημένος, -η, -ο(ιδίως κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας) άτομο που δήλωσε υποταγή σε κυρίαρχο, ιδίως στον σουλτάνο («κλέφτης προσκυνημένος»)νεοελλ.-μσν.υποτάσσομαι σε κυρίαρχο, δηλώνω υποταγή («το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα», δημ. τραγούδι)μσν.μεταβαίνω σε ιερούς τόπους για προσκύνημααρχ.1. δέχομαι ή λαμβάνω κάτι με σεβασμό («προσεκύνησά σου τὰ γράμματα», πάπ.)2. παρακαλώ, ικετεύω κάποιον3. παροιμ. φρ. «οἱ προσκυνοῡντες τὴν Ἀδράστειαν» — αυτοί που εύχονται την αποτροπή τής οργής τής Νεμέσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + κυνῶ «φιλώ, ασπάζομαι». Ο νεοελλ. τ. προσκυνάω, κατά τα νεοασυναίρετα ρημ. σε -άω].
Dictionary of Greek. 2013.